- ταφοειδής
- τᾰφοειδής, ές,A like a burial or grave,
στήλη D.C.67.9
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στήλη D.C.67.9
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταφοειδής — ές, Α όμοιος με τάφο ή με ταφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάφος + ειδής*] … Dictionary of Greek
ταφοειδῆ — ταφοειδής like a burial neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ταφοειδής like a burial masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ταφοειδής like a burial masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek